ανοσιούργημα

ανοσιούργημα
το, -ατος
πράξη ασεβής, ιδιαίτερα εγκληματική: Η πυρπόληση ναών και ο φόνος ιερέων δεν είναι πια εγκλήματα, αλλά ανοσιουργήματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀνοσιούργημα — impious act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανοσιούργημα — το (AM ἀνοσιούργημα) ανόσια πράξη, βδελυρή ενέργεια …   Dictionary of Greek

  • ἀνοσιουργημάτων — ἀνοσιούργημα impious act neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοσιουργήμασι — ἀνοσιούργημα impious act neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοσιουργήμασιν — ἀνοσιούργημα impious act neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοσιουργήματα — ἀνοσιούργημα impious act neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοσιουργήματος — ἀνοσιούργημα impious act neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… …   Dictionary of Greek

  • άγος — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… …   Dictionary of Greek

  • ανοσιουργία — η (Α ἀνοσιουργία) το ανοσιούργημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”